Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Ο κύριος Δημήτρης

Είναι Φεβρουάριος του 1986 και είμαι ήδη στην τρίτη λυκείου. Η σεξουαλική μου ζωή είναι εξαιρετικά έντονη για την ηλικία μου (18 ετών). Από το καλοκαίρι του 1984 και τον Γιάννη κύλησε πολύς χρόνος αλλά, δυστυχώς, άντρες χωρίς κάποιο ενδιαφέρον. Κυρίως άτομα της ηλικίας μου κι'ένας Ιταλός που γνώρισα στις διακοπές και που με πήδηξε στα γρήγορα στην τουαλέτα του ξενοδοχείου στην Ερέτρια.
Περιορίζομαι στο να σβήνω τη δίψα μου με αδιάφορα αγοράκια με τα οποία εγώ είμαι η δασκάλα κι'αυτοί οι μαθητές. Μια απόπειρά μου να γοητεύσω τον καθηγητή των Αγγλικών έπεσε στο κενό και λίγο έλειψε να μου στοιχίσει ακριβά.
Είναι η εποχή που νοιώθω υπέροχα με το κορμί μου και που το δείχνω σε κάθε ευκαιρία, αδιαφορώντας για τα σχόλια των μεγάλων και τις κακίες των συνομήλικων "φιλενάδων μου". Κάθε πρωί το ντύσιμο είναι για μένα ιεροτελεστία. Έχω καταργήσει εντελώς τα παντελόνια και προσπαθώ, κάθε μέρα, να είμαι όσο πιο προκλητική γίνεται. Παρόλα αυτά, όπως είπα, η σεξουαλική μου ζωή, παρότι έντονη, έχει τελματώσει στη ρουτίνα.
Αυτό τον καιρό πηδιέμαι με τον Βασίλη, έναν κολλητό του Λευτέρη, ο οποίος χύνει μέσα σ'ένα λεπτό. Τον απατώ φυσικά μ'ότι παρουσιαστεί, χωρίς να παίρνει είδηση τίποτα απολύτως.
Είναι και η εποχή του πολύ διαβάσματος για τις πανελλαδικές. Ειδικά, η εποχή των φροντιστηρίων. Από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 10 το βράδυ είμαι εκεί.

Ήταν θυμάμαι 13 Φεβρουαρίου, μια μέρα παγωμένη και μια νύχτα ακόμα χειρότερη. Το σπίτι μου από το φροντιστήριο απέχει το πολύ ένα χιλιόμετρο, ποτέ όμως δεν επίτρεψα στον πατέρα μου να έρθει να με πάρει. Εκείνη τη νύχτα δεν θα μπορούσε άλλωστε γιατί είχαν έξοδο με τη μητέρα μου για έναν χορό της δουλειάς του (ηταν ορκωτός λογιστής). Ο αδελφός μου είχε μείνει σπίτι να με περιμένει να γυρίσω. Ήξερα πως όταν θα επέστρεφα θα κοιμόταν του καλού καιρού.
Η ώρα είχε πάει 8,30 και ήμουν στην πρωτελευταία ώρα του φροντιστηρίου: Λατινικά. Είχαμε μια πιτσιρίκα καθηγήτρια, τη Μαίρη, που να πω την αλήθεια πολύ την γούσταρα. Τότε βέβαια δεν είχα καν διανοηθεί την συνεύρεση με γυναίκα. Πιθανόν γιατί όλες οι φίλες μου ήταν αυτό που σήμερα λέμε ξενέρωτες.
Ήμουν πολύ καυλωμένη χωρίς όμως να ξέρω τον λόγο. Τριβόμουν με τρόπο στην ξύλινη σκληρή καρέκλα και ένοιωθα τα ζουμιά μου να βρέχουν το κυλοτάκι μου. Σκέφτηκα τότε, στο διάλειμμα, να πω στον Βασίλη να κάνουμε κοπάνα την τελευταία ώρα και να πάμε να πηδηχτούμε κάπου, οπουδήποτε. Ή, ακόμα καλύτερα, να του πω πως δεν αισθάνομαι καλά και να βρω κάποιον άλλον για μια γρήγορη αρπαχτή. Το είχα ξανακάνει άλλωστε.
Για καλή μου τύχη δεν συνέβη τίποτα απ'τα δυο. Ο Βασίλης θα πήγαινε για μπιλιάρδο και τίποτα το αξιόλογο δεν ήταν διαθέσιμο. Παρόλα αυτά δεν είχα σκοπό να κάτσω άλλη μια ώρα στο φροντιστήριο να τρίβομαι στην καρέκλα. Θα πήγαινα σπίτι να γαμήσω τον εαυτό μου στην ησυχία του δωματίου μου. Προφασίστηκα αδιαθεσία, πήρα το μοντγκόμερύ μου και βγήκα στον παγωμένο αέρα.
Δεν είχα κάνει δέκα βήματα όταν άκουσα πίσω μου μια κόρνα. Δεν έδωσα σημασία, μέχρι που το αυτοκίνητο ήρθε στο ύψος μου και μια γνώριμη φωνή με χαιρέτησε. Ο κύριος Δημήτρης ήταν ο ασφαλιστής μας εδώ και πολλά χρόνια. Τον θυμάμαι από πιτσιρίκα να έρχεται στο σπίτι για δουλειές αλλά και κάποιες Κυριακές για φαγητό. Ήταν 40 ετών ανύπαντρος και πολύ γοητευτικός. Του χαμογέλασα, τον καλησπέρισα και μου πρότεινε να με πάει στο σπίτι.
Στη μικρή διαδρομή μιλήσαμε για καθαρά τυπικά θέματα: σχολείο, εξετάσεις και τέτοια. Ένοιωσα τη ζέστη να με κυριεύει πάλι ανάμεσα στα μπούτια μου.
Φτάνοντας έξω από το σπίτι τον έπιασα να με κοιτάζει έντονα. "Εσύ έγινες ολόκληρη γυναίκα", μου είπε. "Και όμορφη γυναίκα, σαν τη μάνα σου".
Μου έκανε εντύπωση η αναφορά στη μητέρα μου, αλλά δεν είπα τίποτα. Του χαμογέλασα προσφέροντάς του ένα γατουλίστικο ευχαριστώ. Περίμενα να με αφήσει και να φύγει, αλλά αυτός πήγε λίγα μέτρα παρακάτω και πάρκαρε. Γύρισε και με κοίταξε έντονα.
"Έχεις σχέση Σοφία;", με ρώτησε με έναν περίεργο τόνο στη φωνή.
"Κάτι έχω, αλλά τίποτα σπουδαίο" του απάντησα μ'ένα χαμόγελο.
"Αν σου έλεγα πως θέλω πολύ να σε φιλήσω, θα υπήρχε πρόβλημα μετά;", τον άκουσα να ψιθυρίζει μάλλον καυλωμένος.
"Θα σας έλεγα πως το θέλω κι εγώ κύριε Δημήτρη, αλλά εδώ είμαστε στο δρόμο", του είπα ναζιάρικα. Αυτό ήταν. Μπορούσα να φανταστώ το καυλί του να σκληραίνει. Αποφάσισα ν'αδράξω την στιγμή. Του πρότεινα να μπούμε λίγο στην είσοδο και δέχτηκε. Κλείδωσε το αυτοκίνητο και με ακολούθησε. Άνοιξα την εξώπορτα τρέμοντας. Μπήκαμε και τον οδήγησα σ'ένα σκοτεινό σημείο δίπλα στο ασανσέρ. Με άρπαξε και κόλλησε το στόμα του στο δικό μου. Άνοιξα τα χείλη και αφέθηκα σε μια έμπειρη γλώσσα που χώθηκε μέσα στο στόμα μου και κυριολεκτικά το εκπόρθησε. Φιλούσε τέλεια και, σε συνδυασμό με την καύλα μου, ένοιωσα τα υγρά μου να μουσκεύουν μέχρι και το καλτσόν μου. Με κατάλαβε κι άρχισε να με χαιδεύει. Το ένα του χέρι χούφτωσε τα βυζιά μου πάνω από τη μπλούζα ενώ το άλλο τον κώλο μου. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε με τον φόβο κάποιος να μπει και ν'ανάψει το φώς της εισόδου. Η ιδέα και μόνο ήταν αρκετή για να χύσω για πρώτη φορά. Ένοιωσε τους σπασμούς μου κι'έγινε πιο έντονος, πιο απαιτητικός. Το χέρι του πέρασε κάτω από τη φούστα και πήρε την υγρασία πάνω από το καλτσόν.
"Πάμε κάπου μαζί, θέλω να σε γαμήσω", είπε με φωνή σπασμένη από την καύλα.
"Όχι εδώ, θα μας δουν", απάντησα τρέμοντας από προσμονή.
Τον ήθελα όμως. Φευγαλαία πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πως ο κύριος Δημήτρης έχει γαμήσει τη μητέρα μου. Δεν ξέρω γιατί, ούτε πως. Απλά πέρασε από το μυαλό μου. Η καύλα μου πολλαπλασιάστηκε. Αμίλητη ξεκόλλησα από πάνω του και κάλεσα το ασανσέρ. Με κοιτούσε επίμονα όση ώρα ανεβαίναμε. Φτάσαμε στο σκοτεινό δώμα της ταράτσας. Η πόρτα ήταν όμως κλειδωμένη.
Με άρπαξε πάλι στα σκοτεινά και με στρίμωξε στο πλατύσκαλο. Το χέρι μου πήγε αμέσως στο παντελόνι του και χούφτωσε τον πούτσο του. Ήταν ήδη σκληρός. Άρχισα να τον τρίβω πάνω από το παντελόνι. Με μια κίνηση έσκισε το καλτόν μου και μου κατέβασε την κυλότα. Τα δάχτυλά του μούσκεψαν από τα υγρά μου. Μόλις έχωσε δυο δάχτυλα μέσα μου έχυσα για δεύτερη φορά. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του, μ'έσπρωξε στα γόνατα και, σε λιγότερο από 10 δευτερόλεπτα είχα μέσα στο στόμα μου τον πούτσο του. Έβαλα όλη τη μαεστρία μου στο πιπίλισμα, ενώ παράλληλα του τον έπαιζα απαλά. Σταγονίτσες πεντανόστιμου προσπέρματος άγγιξαν τη γλώσσα μου. Βογκούσε χαμηλόφωνα και, πιάνοντάς με από τα μαλλιά, με κάρφωνε μέχρι βαθιά.
Με σήκωσε, μ'έστησε στα όρθια στην πόρτα της ταράτσας και κόλλησε πίσω μου. Έτριψε την ψωλή του στα μπούτια μου που, ανοίγοντας ακόμα περισσότερο τον οδήγησαν μέσα στον υγρό μου παράδεισο. Ήμουν τόσο υγρή που τον κατάπια όλον στην κυριολεξία. Μπαινόβγαινε με σταθερό ρυθμό και τα τειχώματα του μουνιού μου τον έσφιγγαν όσο έπρεπε για να τον τρελλάνουν. Με άρπαξε από τα μαλλιά κι'άρχισε να με γαμάει ολοένα και πιο βίαια. Παράλληλα μου μιλούσε πρόστυχα ανεβάζοντας την καύλα μου στα ύψη.
"Το 'ξερα, το 'ξερα", βόγκηξε.
Ξαφνικά, άναψε το φως της σκάλας. Πήγε να τραβηχτεί τρομαγμένος αλλά τον κράτησα μέσα μου.
"Όχι, συνεχίστε κύριε Δημήτρη, μη σταματάτε", τον παρώτρυνα.
Ο θόρυβος του ασανσέρ που κατέβαινε μ'έκανε να νοιώσω πουτάνα για άλλη μια φορά. Ο κύριος Δημήτρης συνέχισε να με πηδάει με την ίδια ένταση. Καταλάβαινα πως ήταν έτοιμος να χύσει. Με γύρισε και στάθηκα όρθια απέναντί του. Οδήγησε το δεξί μου χέρι πάνω στην ψωλή του. Κατάλαβα. Την χούφτωσα κι'άρχισα να την παίζω άγρια. Την στιγμή που τα χύσια του πλημμύρισαν την χούφτα μου δεν κρατήθηκα.
"Ήμουν τόσο καλή όσο η μητέρα μου;", τόλμησα να ρωτήσω.
Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται καθόλου. Όσο έφερνα το χέρι μου στο στόμα για να γευτώ τα χύσια του με κοίταξε μ'ένα πονηρό χαμόγελο.
"Θα γίνεις σίγουρα καλύτερη μωρό μου", μου απάντησε. "Πως το ήξερες;".
"Δεν το ήξερα, το μάντεψα".
"Σε πειράζει; Υπάρχει πρόβλημα;".
"Όχι, κανένα. Θέλω όμως κάποτε να μου περιγράψετε ένα πήδημά σας μαζί της".
Τα μάτια του έλαμψαν. Το φως είχε σβήσει πάλι. Το πουτσοκέφαλό του λαμπύριζε στα σκοτεινά από το ημίφως της νύχτας. Ήταν ακόμα καυλώμένος. Τον κοίταξα μ'όση περισσότερη πουτανιά μπόρεσα και του γύρισα την πλάτη. Στήθηκα και του τούρλωσα τα κωλομέρια μου. Δεν έχασε χρόνο. Σάλιωσε δύο δάχτυλα και λίπανε την κωλοτρυπίδα μου. Κόντεψα να λιποθυμήσω από την καύλα της προσμονής. Ανοίχτηκα ακόμα περισσότερο και ένοιωσα το καυλί του να χαιδεύει την σκούρα τρύπα μου. Μου ξέφυγε ένα βογκητό όταν ο πούτσος του μπήκε μέσα. Και μπήκε βαθιά. Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα ολόκληρη ψωλή μέσα στον κώλο μου. Και μου την έχωσε όλη. Τ'αρχίδια του χτυπούσαν το μουνί μου όση ώρα με ξεκώλιαζε άγρια. Τον ένοιωθα να με γεμίζει ολόκληρη και φαντασιώθηκα να τον παίρνω μάτι να πηδάει τη μητέρα μου. Ένοιωσα τόσο βρώμικη που έχυσα σαν σκύλα. Συνέχισε να σκάβει τον κώλο μου για πάνω από 5 λεπτά. Δεν πρόλαβα να τραβηχτώ και έχυσε μέσα στον κώλο μου. Ένοιωσα το ζεστό ψωλόχυμα να καρφώνεται με ριπές μέσα μου. Ήθελα τη γεύση μου. Τραβήχτηκα, έσκυψα και τον πήρα στο στόμα μου. Του τον καθάρισα εντελώς, όλον.
Μετά σηκώθηκα και του έφερα στο στόμα τη γλώσσα μου για ν'ανακατέψουμε όλες τις γεύσεις μας, όλα τα υγρά μας. Ένοιωθα τον πούτσο του ακόμα σκληρό να πιέζει την κοιλιά μου.
Κατεβήκαμε μέχρι την είσοδο μαζί. Του ξεκλείδωσα την εξώπορτα και τον άφησα να φύγει χωρίς ούτε ένα φιλί. Έφυγε σαν κλέφτης. Ένας κλέφτης που με γάμησε.
Ανέβηκα σπίτι με το καλτσόν σκισμένο και με τα χύσια του να κυλούν από τον κώλο μου. Ο αδελφός μου έβλεπε τηλεόραση και δεν μου έδωσε καμία σημασία. Μπήκα στην κρεββατοκάμαρα της μητέρας μου κι'άνοιξα το συρτάρι με τα εσώρουχά της. Διάλεξα ένα από τα πιο καυλιάρικα κυλοτάκια της, το πήρα και μπήκα στο μπάνιο. Μετά το ντουζ, το φόρεσα και πήγα να ξαπλώσω καυλώμένη από τη ζήλεια αλλά κι'απ'την ικανοποίηση. Μόλις είχα πηδήξει τον εραστή της μητέρας μου. Η πουτάνα μέσα μου ολοένα και κέρδιζε χώρο.